εινακις

εινακις
    εἰνάκις
    Hom. = ἐνάκις См. ενακις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εινακις" в других словарях:

  • εινάκις — βλ. ενάκις …   Dictionary of Greek

  • εἰνάκις — ἐνάκις nine times epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενάκις — ἐνάκις και ἐνάκι, επικ. τ. εἰνάκις (Α) (αριθμ. επίρρ.) εννιά φορές …   Dictionary of Greek

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»